Blogger Template by Blogcrowds

Όλα του Γάμου Δύσκολα

Συνεχίζοντας την εξαιρετικής επιτυχίας συνεργασία μας με την Έφθι, ιέρεια της θεάς των χαλικιών, βρισκόμαστε στην ευχάριστη θέση να σας αναγγείλουμε την έναρξη μιας σειράς από μικρές ιστορίες καθημερινής τρέλας, που διαδραματίζονται στην πόλη του Ζουμζερί ή και αλλού, κάτω από το γενικό τίτλο Ιστορίες Από Το Μαντικό Βελούδο.

Η δουλειά του πατέρα είναι σαφώς σκληρότερη από εκείνη του στρατιώτη.

Αυτό σκεφτόταν ο Τουντού, με το αυτί στημένο στην πόρτα της κρεβατοκάμαρας της κόρης του, το ένα χέρι στο γιαταγάνι και το άλλο χέρι τυλιγμένο γύρω από το κεφάλι της γυναίκας του, με την πελώρια τριχωτή παλάμη να της κλείνει το στόμα. Αχ, σκληρότερη, πολύ σκληρότερη, ειδικά όταν η κόρη σου είναι ξεροκέφαλη και γλωσσού και δεν καταλαβαίνει τίποτε, είτε με το καλό την πάρεις είτε με το κακό. Ευτυχώς, όταν πήρε την τιμητική του σύνταξη από το στρατό της Γερουσίας είχε φροντίσει κι είχε, εχμ, κρατήσει για, γκουχ-γκουχ, ενθύμιο το υπηρεσιακό του γιαταγάνι. Και μα το Μπουκάλι, σχεδίαζε να το τιμήσει και το γιαταγάνι και τη φήμη του, ως άντρα σωστού και τίμιου και με το κούτελο καθαρό.

Οι φωνές πίσω από την κλειστή πόρτα ήταν πολύ χαρακτηριστικές: αντρικά βογγητά και γυναικείες ακατονόμαστες φράσεις. Φράσεις που τον έκαναν να κοκκινίζει και να θέλει να μπουκάρει μέσα να τους σφάξει και τους δυο.

Φυσικά, η γυναίκα του μάλλον θα τον εμπόδιζε. Όχι για κανέναν άλλον λόγο, αλλά έτσι, ίσα για να του μπει στο μάτι. Είχε από μικρή δείξει το ταμπεραμέντο της, όταν τον είχε αναγκάσει να ξυλοφορτώσει ένα κάρο επίδοξους μνηστήρες, που τριγύριζαν το σπίτι της και το παράθυρό της, που έβλεπε στο Σοκάκι της Ρομάντζας. Κι όταν την είχε ζητήσει από τον πατέρα της κι εκείνη είχε πει ότι ποτέ δε θα παντρευόταν έναν αξούριστο πειναλέο φαντάρο. Κι όταν την έκλεψε και την κράτησε έξι μήνες σε μια σπηλιά, όχι πολύ μακρυά από τα λημέρια των Χηνάνθρωπων. Κι όταν του ανακοίνωσε ότι μια κόρη ήταν αρκετή και πως η σιλουέτα της δε θα χαλούσε με άλλη γέννα, ο κόσμος να χαλάσει.

Έτσι και τώρα. Ήθελε να του μπει στο μάτι. Αφού κι η ίδια ήξερε ότι δεν υπήρχε άλλη λύση κι ότι αυτό που γινόταν ήταν για το καλό όλων. Πώς αλλιώς θα μπορούσε να επιβιώσει το βλαστάρι τους στον κόσμο; Αν δεν της έδιναν τα κατάλληλα εφόδια, τις κατάλληλες ηθικές και πρακτικές βάσεις στη ζωή της, πώς θα μπορούσε να ζήσει όταν οι δυο τους θα έφευγαν για τις αγκαλιές της Κολάσο-Χελλάρα, της θεάς του κάτω κόσμου, Εκείνης Που Μαζεύει Τις Ψυχές;

Αποφάσισε, πριν προχωρήσει στις πράξεις που έπρεπε να κάνει, να εξασφαλίσει ότι η γυναίκα του δε θα μπλεκόταν στα πόδια του. Θηκάρωσε το γιαταγάνι, τη σήκωσε στα χέρια, χωρίς να της ελευθερώσει το στόμα και την κατέβασε στο ισόγειο, όπου την έδεσε χειροπόδαρα στο λέβητα του κρύου νερού στο λουτρό, τη φίμωσε γιατί οι φωνές της τον ζάλιζαν και ξανανέβηκε αγχωμένος ως την πόρτα της κρεβατοκάμαρας της κόρης του.

Πάνω στην ώρα, γιατί το άτιμο θηλυκό είχε τολμήσει να ανοίξει την πόρτα και προσπαθούσε να το σκάσει. Το γιαταγάνι του τη σταμάτησε την ώρα που πίσω της στην πόρτα εμφανιζόταν ένας μεσόκοπος άντρας, κοντούλης και μικροκαμωμένος, αναμαλλιασμένος και με διαφόρων μεγεθών και βάθους νυχιές και μελανιές. Όπως με δυσφορία παρατήρησε ο Τουντού, όλα αυτά τα σημάδια δεν προέρχονταν από ερωτικές αψιμαχίες, αλλά από κανονικότατο ξυλοδαρμό. «Αχαμνός», σκέφτηκε ο παλιός στρατιώτης, «αχαμνός και τον ξυλοφορτώνει κιόλας, για σφάξιμο είναι κι αυτός, ο ηλίθιος, αντί να τη βάλει κάτω να της πάρει τον αέρα, αλλά τι να κάνουμε, δεν έχουμε κι άλλον…»

-Πού θαρρείς ότι πηγαίνεις, κυρά μου Ινολίκ; βρυχήθηκε έξαλλος. Έτσι βιαστικά αφήνεις τη νυφική σου κάμαρη; Τι θα πει ο άντρας σου, νιος γαμπρός και εσύ να θες να του το σκάσεις;

-Εμ, ξέρετε, αφέντη Τούντου, δεν…

-Σκάσε, Μπόρτου! έκαναν πατέρας και κόρη ταυτοχρόνως.
Ο ανθρωπάκος ζάρωσε τρομαγμένος.

Τα πράσινα μάτια της μορφονιάς πέταξαν από τον σύζυγό της στο γιαταγάνι κι ύστερα πάλι στον σύζυγό της και τελικά στον πατέρα της.

-Να το ξέρεις και να το βάλεις καλά στο μυαλό σου! έκανε με όλη την δύναμη των δεκαεφτάχρονων πνευμόνων της. Εγώ θα κοιμάμαι με όποιον θέλω κι αν θέλω θα βάλω ολόκληρη τη φρουρά της Ένατης Γέφυρας στο κρεβάτι μου, μαζί και τον τρελό της Νότιας Ανατολικής Συνοικίας και τα δίδυμα του Σαριμαλού και το μουγκό της Φενενίκ και το Βλογιοκομμένο και το Μπουνκ το Χηνάνθρωπο άμα μου κάνει κέφι! Μέχρι Σενίμ-Σοριέν θα φτάσω φορώντας του τα κέρατα αυτουνού του…του…του…

-Χέστηκα! απάντησε ο Τουντού τον ίδιο τόνο σημαδεύοντάς την με την άκρη του γιαταγανιού. Ορκίστηκα στο Μπουκάλι ότι θα σε εξασφαλίσω και θα το κάνω! Η ταβέρνα είναι δική σου, ηλίθιο πλάσμα! Αλλά πώς θα την κρατήσεις αν δεν έχεις άντρα, ε; Ποιον θα έχεις υπεύθυνο λουτρικών εγκαταστάσεων;

Πίεσε λίγο παραπάνω το γιαταγάνι, ως η μύτη του ν’ ακουμπήσει στο λαιμό της κορούλας του.

-Μπες μέσα τώρα και κοιμήσου με τον άντρα σου, να επικυρωθεί ο γάμος, γιατί μα τον Ουλούμ-Ουλιούμ, το θεό του πολέμου, θα σε σφάξω σαν αρνί!

Καθώς τα έλεγε αυτά, ο Τουντού πίστεψε πραγματικά ότι το πλάσμα μπροστά του ήταν κόρη του. Η έκφρασή της ήταν παρόμοια με ανθρώπου που σε λίγο θα έβγαζε αφρούς από ανήμπορη λύσσα, η ίδια έκφραση δηλαδή που όπου να ‘ναι θα έπαιρνε κι ο ίδιος, αν τελικά η μικρή αποφάσιζε να κάνει του κεφαλιού της. Προς μεγάλη του ανακούφιση όμως, η κοπέλα έριξε ένα δηλητηριασμένο βλέμμα στο σύζυγό της -που τον έκανε να οπισθοχωρήσει μέσα στο δωμάτιο τρομαγμένος- κι ύστερα βρόντηξε την πόρτα πίσω της.

-Α, ρε Ινολίκ, μεγάλη η χάρη σου, μουρμούρισε ο ευτυχής πατήρ κατεβαίνοντας στο λέβητα για να λύσει την γυναίκα του.

Νεότερες αναρτήσεις Παλαιότερες αναρτήσεις Αρχική σελίδα