Blogger Template by Blogcrowds

Το Ρουμπίνι του Ντεό-Νταό, Κεφάλαιο Β.

Συνεχίζοντας τις μοναδικές της αποκλειστικότητες στο αναγνωστικό της κοινό, η εφημερίδα μας φιλοξενεί σήμερα το δεύτερο κεφάλαιο του συγγραφικού πονήματος της Έφθι, ιέρειας της θεάς των χαλικιών, του σχετικού με τις περιπέτειες του Κόμπες του Ντερλικοτή. Η προσωπική περιπέτεια της συντάκτου μας δε θα επαναληφθεί, διότι ο πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος, συμφώνησε προβάλλοντας πολύ λογικές απαιτήσεις, να μην ενοχληθεί από την παρούσα ή άλλες δημοσιεύσεις, σχετικές με το άτομό του.

Επεισόδιο Πρώτο: Το Ρουμπίνι του Ντεό-Νταό

Β.

Ο Κόμπες ο Ντερλικοτής μπήκε στην ταβέρνα της Ινολίκ λίγο μετά το ξημέρωμα, σπάζοντας την πόρτα. Αυτό αρκούσε για να στρέψει τα βλέμματα των λιγοστών ακόμη πελατών επάνω του, αλλά είχε και το βοηθητικό της αμφίεσης –ζακέτα γούνα αλεπού και σωβρακάκι και μέσα από τη ζακέτα να στραφταλίζουν χαϊμαλιά μπερδεμένα με τρίχες. Τρέκλισε φανερά ταραγμένος ως το πλησιέστερο στη φωτιά τραπέζι (το αγαπημένο του), το άδειασε από πελάτες μ’ ένα μουγκρητό που θα φόβιζε και γκαμήλ και κάθησε ουρλιάζοντας (για να βρει τον εαυτό του) τη χαρακτηριστική του κραυγή της ταβέρνας:

-Φαγιά! Βυζιά!

Η ταβερνιάρισσα τον κοίταξε με στενεμένα μάτια. Ήταν η νεότερη ταβερνιάρισσα όλης της πόλης, μια μπόλικη κι αφράτη καστανή με πράσινα μάτια που πετούσαν αστράκια και δέρμα που μύριζε σαν άγουρο ροδάκινο. Πέταξε το πατσαβούρι της στον πάγκο, ένα πατσαβούρι που δεν έλεγε να φύγει από το χέρι της τα τελευταία πέντε χρόνια και που οι κάτοικοι της πόλης του Ζουμζερί το έτρεμαν περισσότερο κι από έφοδο των στρατιωτών της γερουσίας.

-Να πας να πεις σ’ αυτόν το μαμούθ από το Σενίμ-Σοριέν ότι δε σερβίρουμε παχύδερμα σ’ αυτό το μαγαζί, είπε στον άντρα της, χωρίς καν να τον κοιτάξει.

Ο ταβερνιάρης, χλωμιάρης κι αχαμνός σαν κουλούρι χωρίς σουσάμι, έτρεμε από ώρα, αλλά δε μπόρεσε να μη ρωτήσει.

-Ινολίκ καλή μου, μήπως δεν πρέπει να μιλάμε έτσι στον αφέντη Κόμπες, που είναι και τι καλός πελάτης…;

-ΤΩΡΑ! Ήταν η απάντησή της.

Παρόμοιου ύφους απάντηση πήρε και από τον Κόμπες.

-ΦΑΓΙΑ! (Παύση για να το εμπεδώσεις.) ΒΥΖΙΑ!

Το ανθρωπάκι γύρισε τρέμοντας στην Ινολίκ και της έριξε ένα παρακλητικό, μισοκακόμοιρο βλέμμα. Η ταβερνιάρισσα έγινε θηρίο. Μάζεψε το πατσαβούρι της και στάθηκε τσαμπουκαλεμένη λίγα εκατοστά από τη μύτη του Κόμπες, μια μύτη τόσο σπάνια που θα μιλήσουμε για πάρτη της διεξοδικότερα παρακάτω.

-Τι θες, κύριος; Ούρλιαξε. Δε σερβίρουμε λέμε!

-Α, περίεργο! Ανάποδα σερβίρετε εδώ. Πρώτα τα βυζιά κι ύστερα τα φαγιά;

Και δυο χερούκλες όλο κάλους από το σπαθί και το τσεκούρι χούφτωσαν παιχνιδιάρικα το μπούστο της. Λίγα λεπτά αργότερα, η Ινολίκ έφευγε μαύρη από την τσαντίλα της να φέρει το μαραγκό, ο κλέφτης έφτυνε γελώντας λίγο αίμα στη φωτιά πίσω του (αποτέλεσμα της γροθιάς στο στόμα που του είχε ρίξει η γυναίκα) και το ανθρωπάκι τού έφερνε ένα κιλό ψητό κρέας, μισό κεφαλάκι φρέσκο τυρί, ένα καρβέλι ψωμί και δυο ντομάτες.

-Συγχωρήστε την, παρακαλώ, αφέντη Κόμπες, έκανε σερβίροντάς τον κρασί. Έχει φλογερό ταμπεραμέντο η Ινολίκ μου.

-Καλά, ρε Μπούρτου, πώς την αντέχεις;

-Ε… Μπόρτου, αφέντη Κόμπες, Μπόρτου με λένε. Μπούρτου θα πει κλανιά.

Ο κλέφτης του έριξε ένα βλέμμα που έλεγε «σιγά τη διαφορά».

-Είπα: πώς αντέχεις να είσαι παντρεμένος με μια τέτοια…;

-Ε, τι να κάνουμε, τυχερά είναι όλα. Μην κοιτάτε που εσείς δεν έχετε ανάγκη από μια γυναίκα. Θέλετε να στείλω μια κοπέλα στο δωμάτιό σας;

-Μπα, όχι σήμερα. Λέω σήμερα να τη βρω με φαντασιώσεις. Κι όπως καταλαβαίνεις θα χρειαστώ ηρεμία, ε;

-Μείνετε ήσυχος.

-Και να στείλεις να φωνάξουν αυτόν τον κερατά τον Πετρεξού, το μάγο. Σε τρεις-τέσσερις ώρες να ‘ναι δω.

-Ναι, ναι. Πείτε πως έγινε κιόλας.

Ο Κόμπες γέλασε τρανταχτά και χτύπησε τον ταβερνιάρη στην πλάτη, που παραλίγο να τον γκρεμίσει στο πάτωμα.

-Γεια σου, ρε Μπούρτου! Είσαι λεβεντιά!

-Ευχαριστώ, ευχαριστώ, αλλά… Μπόρτου, αφέντη Κόμπες, Μπόρτου.

Ο άλλος του ξανάριξε το βλέμμα που έλεγε «σιγά τη διαφορά».

Νεότερη ανάρτηση Παλαιότερη Ανάρτηση Αρχική σελίδα